Του Οδυσσέα Αϊβαλή
Το πρώτο είναι η υιοθέτηση της ακροδεξιάς αυταρχικής ιδεολογίας από τμήματα μισθωτών εργαζομένων στον δημόσιο τομέα, που δεν διστάζουν να επιτεθούν σε έναν άνεργο νέο για ένα ευρώ και 20 λεπτά και να τον οδηγήσουν τελικά στον θάνατο. Αποτελεί την πρακτική εφαρμογή του κοινωνικού δαρβινισμού και της θεωρίας της συλλογικής ευθύνης που αναπαράγουν η κυρίαρχη ιδεολογία και οι οργανικοί διανοούμενοι της αστικής τάξης. Ακόμη φανερώνει την αδυναμία της Αριστεράς να προσεγγίσει ένα τμήμα του κόσμου της εργασίας και να αναπτύξει οργανικούς δεσμούς με τους εργαζόμενους εκεί που εργάζονται και εκεί που ζουν. Αντίθετα, η ακροδεξιά βρίσκει προνομιακό πεδίο πολιτικής δράσης σε φτωχοποιημένα τμήματα εργαζομένων που αναπαράγουν εθνικιστικά, ρατσιστικά και σεξιστικά στερεότυπα.
Το δεύτερο ζήτημα που αναδεικνύεται είναι η εμπορευματοποίηση βασικών προϊόντων και υπηρεσιών, όπως οι μεταφορές. Μπορεί ένας άνεργος ή ένας εργαζόμενος που παίρνει τον βασικό μισθό (586 ευρώ μεικτά) να πληρώνει 1,40 ευρώ για τις μεταφορές του; Μία σημαντική νίκη του Κεφαλαιοκρατικού συστήματος είναι η μετατροπή δημόσιων αγαθών σε εμπορεύματα (υγεία, εκπαίδευση, νερό, μεταφορές, ψυχαγωγία).
Ένα από τα βασικά πολιτικά επίδικα για την Αριστερά είναι ο αγώνας για δωρεάν πρόσβαση σε όλο και περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες και για τον κοινωνικό έλεγχο σε σφαίρες της κοινωνικής ζωής. Μια αριστερή οικονομική πολιτική θα προσπαθούσε να διευρύνει τη σφαίρα των δημόσιων αγαθών. Με αυτόν τον τρόπο, μέσα στον κόσμο των εμπορευμάτων και του χρήματος που είναι ο καπιταλισμός, είναι εφικτό να χτίσουμε έναν άλλο κόσμο, όπου οι σχέσεις δεν θα ήταν εγχρήματες και τα αγαθά δεν θα ήταν εμπορεύματα. Είναι δημόσιο ένα αγαθό στο οποίο έχουν πρόσβαση όλοι οι κάτοικοι της χώρας, πολίτες και μη, ανεξάρτητα από κοινωνική τάξη, φύλο, φυλή, έθνος, ηλικία, επάγγελμα. Η λογική των δημόσιων αγαθών παραπέμπει στην έννοια των κοινωνικών δικαιωμάτων και της δημοκρατίας και είναι εχθρική προς τη λογική του εμπορεύματος, που παραπέμπει στην έννοια του καταναλωτή, των ευκαιριών και της αγοράς [1].
Ένας ακόμη στόχος της αποεμπορευματοποίησης και της διεκδίκησης κοινωνικών αγαθών είναι η αύξηση του κοινωνικού μισθού και η μείωση του κόστους ζωής για τους εργαζόμενους. Όταν μία δημόσια επιχείρηση ιδιωτικοποιείται, αυξάνονται οι τιμές, καθώς επιδιώκεται το οικονομικό κέρδος αντί του κοινωνικού οφέλους. Ο περιορισμός του κοινωνικού κράτους και η συνεχιζόμενη επιθετική πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων έχει ως αποτέλεσμα την διεύρυνση των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων. Η επέκταση του κεφαλαίου σε τομείς που ανήκαν παραδοσιακά στο δημόσιο προκειμένου να δημιουργηθούν νέες σφαίρες κερδοφορίας, έχει ως συνέπεια την πλήρη εγκατάλειψη κάθε κοινωνικής διάστασης και λειτουργίας των αντίστοιχων φορέων.
Το τρίτο ζήτημα είναι η αδιαφορία του κράτους για την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης, χωρίς την εκμετάλλευση της οποίες δεν μπορεί να παραχθεί κέρδος από το κεφάλαιο. Μέχρι τώρα το κράτος παρεναίβαινε και "προστάτευε" την εργατική δύναμη, όταν αυτή κινδύνευε να καταστραφεί, ώστε να υπάρχει αναπαραγωγή της εκμετάλλευσης. Στη σημερινή συγκυρία η εργατική δύναμη αντιμετωπίζεται ως ανακυκλώσιμο μεταβλητό κεφάλαιο, δηλαδή ο κάθε εργαζόμενος ας δουλεύει όσο αντέχει. Αλλιώς, υπάρχει ο εφεδρικός στρατός των ανέργων [2] που αφενός δημιουργεί την απαραίτητη ανασφάλεια που συμπιέζει τους μισθούς και εξασφαλίζει την πειθαρχία στην εργασία, αφετέρου, για τους άνεργους, καταστρέφει τη χρησιμότητα της εργατικής δύναμης, και επιπλέον μειώνει τη δυνατότητα ένταξης του ατομικού εργάτη στο συλλογικό εργάτη. Με την παρατεταμένη ανεργία ο εργαζόμενος χάνει τις γνώσεις και τις δεξιότητες που είχε αποκτήσει μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα και την παραγωγή [3]. Επιπλέον, η παρατεταμένη ανεργία στους νέους οδηγεί στην απάθεια για την πολιτική και στην απογοήτευση που προκαλεί η παραμονή στην οικογένεια. Είναι χαρακτηριστικό ότι, δημοσκοπικά τουλάχιστον, τον Ιούνιο του 2013 εμφανίζεται πτώση στα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ στην πρόθεση ψήφου των ανέργων σε σχέση με τον Ιούνιο του 2012 [4].
Άμεσες και μεσοπρόθεσμες προτάσεις για την ανεργία
Σε πρώτη φάση είναι αναγκαία η ανάπτυξη ενός κινήματος ανέργων, σε κεντρικό επίπεδο και σε επίπεδο γειτονιάς. Κινηματικές δομές ανέργων χρειάζεται να βάλουν κεντρικά πολιτικά επίδικα, όπως η δωρεάν μεταφορά με τα μέσα μεταφοράς και γενικότερα η δωρεάν πρόσβαση σε δημόσια αγαθά (εκπαίδευση, νερό, ηλεκτρικό ρεύμα κ.α.). Ακόμη χρειάζεται να διεκδικηθεί η διεύρυνση του δικαιώματος στο επίδομα ανεργίας του Ο.Α.Ε.Δ. για όλους τους ανέργους και για όσο διάστημα παραμένει κάποιος στην ανεργία.
Σε επίπεδο γειτονιάς, χρειάζεται να συνδεθούν οι δομές αλληλεγγύης με τοπικά κινήματα ανέργων και επισφαλώς εργαζομένων. Με τον τρόπο αυτό, αφενός θα αξιοποιούνται οι επιστημονικές και οι εργασιακές τους ικανότητες στις δομές αλληλεγγύης (π.χ. ιατρεία, μαθήματα, τέχνη κ.α.), και αφετέρου, οι άνεργοι θα μπορούν να καλύπτουν ένα μέρος των βασικών αναγκών τους, θα εντάσσονται σε μια συλλογικότητα ώστε να διεκδικούν τη βελτίωση της ζωής τους, και εν μέρει τουλάχιστον, θα είναι δυνατή η αναπαραγωγή των εργαζόμενων τάξεων.
Σε κεντρικό επίπεδο, η Αριστερά χρειάζεται να θέσει ως βασικά πολιτικά προτάγματα την καθιέρωση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος και την μείωση του χρόνου εργασίας χωρίς να μειωθεί το εισόδημα των εργαζομένων. Το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα αποτελεί ένα μέτρο μεταβατικού χαρακτήρα με στόχο τον άμεσο μετριασμό ακραίων καταστάσεων στέρησης [5]. Η λογική του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος δεν εξαντλείται στη διάσταση του χρηματικού εισοδήματος αλλά επεκτείνεται σε αυτό που έχουμε αποκαλέσει «κοινωνικό μισθό». Η χρηματική όψη του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος δεν αποτελεί παρά μία μόνο όψη του «κοινωνικού μισθού». Διασφαλίζοντας τη βασική διαβίωση, μετατρέποντας εμπορεύματα σε δημόσια αγαθά, όπως για παράδειγμα καλές και φτηνές δημόσιες συγκοινωνίες, προχωρώντας σε δίκαιη φορολογία, γενικεύοντας το παράδειγμα του «χωρίς μεσάζοντες» στην τροφή, παίρνουμε μια σειρά από μέτρα με γνώμονα τι δικαιώματα έχει κανείς και πώς η κοινωνία ως σύνολο τα διασφαλίζει - και όχι ποια είναι η οικονομική δυνατότητα που έχει καθένας για να καταναλώνει.
Είναι σαφές ότι η δημόσια και κοινωνική οικονομία εξασφαλίζει με πολύ μικρότερο κόστος υπηρεσίες που είναι πολύ ακριβότερες όταν περνούν στη σφαίρα του ιδιωτικού κέρδους [6]. Ακόμη, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα αυξάνει τη διαπραγματευτική θέση του εργαζόμενου προς τον εργοδότη: όταν ο άνεργος ξέρει ότι μπορεί να καλύψει τις βασικές βιοτικές του ανάγκες, δεν θα δεχθεί τις μεσαιωνικές συνθήκες εργασίας που του προτείνει ο επιχειρηματίας - απλήρωτη και ανασφάλιστη εργασία, υπερεντατικοποίηση της εργασίας και μεγαλύτερη απόσπαση υπερεργασίας. Επίσης το εγγυημένο εισόδημα δίνει την δυνατότητα στον ήδη εργαζόμενο να αγωνιστεί συνδικαλιστικά και να μην τρομοκρατείται από την εργοδοσία ώστε να δέχεται μειώσεις μισθών και την διάλυση των εργασιακών σχέσεων.
_________________
Σημειώσεις
1. Ιωακείμογλου, Η, Δημόσια αγαθά και οικονομική πολιτική,Αυγή:05/06/2009.
2. Μαρξ , Κ. (2002), Το Κεφάλαιο, τ. 1. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
3. Ιωακείμογλου, Η. (1984), Η διαχείριση της ανεργίας, μία αναπτυσσόμενη τεχνική. Θέσεις, τ.7.
4. Γιάννης Μαυρής, Πού βαδίζει ο ΣΥΡΙΖΑ, Εφημερίδα των Συντακτών,26.6.2013
5. Λάσκος, Χ., Τα πρώτα μέτρα μιας αριστερής κυβέρνησης. Αυγή: 20/01/2013.
6. Βωβός, Π., Να απαλλάξουμε την κοινωνία από τον παραλυτικό φόβο της εξαθλίωσης, Αυγή: 29/11/2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου